-
1 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
2 нота
1. (ак.) η νόταο τόνος2. муз. η νότα (ξεν.) 3. дип. η (διπλωματική) διακοίνωση, το διάβημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нота
-
3 демонстрация
-и θ.1. διαδήλωση•демонстрация протеста διαδήλωση διαμαρτυρίας•
первомайская -η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση.
2. επίδειξη, προσέλκυση της προσοχής σε κάτι.3. δείξη, δείξιμο• προβολή•демонстрация физических опытов επίδειξη πειραμάτων φυσικής•
демонстрация кинофильмов προβολή κινηματογραφικών ταινιών.
4. εμφάνιση, μαρτυρία•демонстрация единства и сплоченности διαδήλωση ενότητας και συσπείρωσης.
5. επίδειξη στρατιωτική. -
4 нота
нота 1-ы θ.1. (μουσ.) φθόγγος, φθογγόσημο, νότα.2. πλθ. -ы νότες, μουσικό κείμενο•петь по -ам τραγουδώ με νότες•
играть по -ам παίζω με νότες•
играть без нот παίζω χωρίς νότες•
положить на -ы τονίζω, μελοποιώ.
3. τόνος•в е голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκνευριστικός τόνος.
εκφρ.как по -ам – εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς•на одну -у ή в одну -у – μονότονα.нота 2-ы θ.διακοίνωση διπλωματική, νότα•нота протеста νότα διαμαρτυρίας•
обмен -ами ανταλλαγή διακοινώσεων.
-
5 поднять
-ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял-ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•
поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•
опять поднять ξανασηκώνω.
2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.
|| μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.
3. ανεβάζω•поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.
|| υψώνω•поднять русу σηκώνω το χέρι•
поднять голову σηκώνω το κεφάλι.
|| ανυψώνω•поднять занавес σηκώνω την αυλαία.
4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•народ ξεσηκώνω το λαό.
|| ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.(κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.
|| κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•поднять пыль σηκώνω σκόνη.
|| μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).6. ξεσηκώνω•поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•
-шум ξεσηκώνω θόρυβο•
поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•
поднять крик βγάζω κραυγή•
поднять хохот ανακαγ-χάζω.
|| ανακινώ•поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.
7. υψώνω, ανεβάζω•поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.
|| μτφ. εξυψώνω•поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).
8. (μουσ.) υψώνω•поднять голос αναβάζω τη φωνή•
поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•
поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.
9. μεγαλώνω, αυξαίνω•поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•
поднять цены υψώνω τις τιμές.
|| μτφ. ανεβάζω•поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.
10. ανορθώνω καλυτερεύω•поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.
11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).
εκφρ.поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•- пары – σηκώνω ατμούς•перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•
поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•
флаг -лся η σημαία υψώθηκε•
рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.
|| αναπλέω.2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•-лся месяц βγήκε το φεγγάρι.
3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).4. εγείρομαι•поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.
|| ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•
поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•-лся вопрос προέκυψε ζήτημα.
6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•
цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
|| μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•настроение -лось η διάθεση επανήλθε.
|| ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.